ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

 ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Η οικιστική συνέχεια της περιοχής με την παρουσία του σχετικά μεγάλου οικισμού της Ροδιάς (κάποτε εδώ, κάτω από τη Ροδιά, τοποθετούνταν και το εγκαταλελειμμένο βενετσιάνικο χωριό Cadinu), μαρτυρούν το κατάλληλο του περιβάλλοντος της περιοχής για τη διαβίωση του πληθυσμού, αλλά και την διαχρονική παρουσία του ανθρώπου σε αυτό το "κοίλον". Επιπλέον ο εκ φύσεως οχυρός βράχος προστατεύει τον όρμο με τον καλύτερο τρόπο, από οποιαδήποτε ανεπιθύμητη προσόρμιση πλοίων, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και καταφύγιο του πληθυσμού σε δύσκολες ώρες. 



Ο Pashley αναφέρει ότι είναι ανώφελο να αναζητούμε τα ερείπια της αρχαίας πόλης εφόσον "η ύπαρξη του καλοχτισμένου ενετικού φρουρίου δικαιολογεί την εξαφάνιση των στοιχείων που θα υποδήλωναν τη θέση της αρχαίας πόλης". Σε έγγραφο που ανακάλυψε ο ίδιος παρατήρησε ότι οι Βενετοί "ξανάχτισαν" το φρούριο σε αυτή τη θέση που λεγόταν και τότε Παλιόκαστρο. Γνωρίζουμε σήμερα ότι όντως υπήρχε και πριν φρούριο εκεί, μόνο που δεν ήταν βενετσιάνικο αλλά μάλλον γενοβέζικο. Φαίνεται ότι μετά την αγορά του νησιού το 1204 ("Εκχώρηση της Κρήτης"., συνθήκη ανάμεσα στους Βενετούς και στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό), οι Βενετοί δεν ενδιαφέρθηκαν για την κατάκτηση του νησιού, επαναπαυόμενοι στους ευνοϊκούς γι αυτούς πολιτικούς συσχετισμούς της εποχής. Η αντίπαλη ωστόσο Γένουα δεν έχασε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την απουσία των βενετικών όπλων στο νησί. Αφού παρουσιάστηκαν ως έμποροι, οι Γενοβέζοι καταλαμβάνουν χωρίς μεγάλη δυσκολία το νησί με αρχηγό τους τον Ενρίκο Πεσκατόρε






Το πρώτο ουσιαστικά μέλημα του Πεσκατόρε ήταν να οχυρώσει το νησί. Ανάμεσα στα 14 φρούρια που έκτισε σε μηδαμινό χρόνο, το Παλαιόκαστρο θα πρέπει να είχε ιδιαίτερη σημασία εφόσον προστάτευε τον κόλπο όπου βρισκόταν η πρωτεύουσα. Η σπουδαιότητα που απέδιδε στο κάστρο αυτό ο Πεσκατόρε, φαίνεται από το γεγονός ότι σε αυτό εκτυλίχθηκαν σημαντικότατες πράξεις του πολέμου με τους Βένετους, όταν προσπάθησαν να επανακτήσουν την ακριβή τους αγορά. Εδώ αιχμαλώτισε τον γιο του Δόγη Δάνδολο, ο οποίος υπηρετούσε ως αρχιστράτηγος των Βενετών. Μέσα σε αυτό το κάστρο άφησε την τελευταία του πνοή (πέθανε από εκούσια ασιτία). Αλλά και μετά την συνθηκολόγηση παράδοσης του νησιού στους Βενετούς, ο Πεσκατόρε κρατάει μόνο αυτό το κάστρο, και από δω θα εγκαταλείψει το νησί για πάντα. Πολλά στοιχεία της τοιχοποιίας του ανώτερου επιπέδου προς την μεριά της εθνικής οδού, διαφέρουν ολοκληρωτικά από την αντίστοιχη επιμελημένη τοιχοποιία του βενετικού φρουρίου (κατώτερο επίπεδο, προς την θάλασσα). Ενδεχομένως τα τμήματα αυτά του τείχους να ανήκουν στο γενοβέζικο κάστρο. Για την θαλασσοκράτειρα Βενετία το κάστρο έκτοτε έχασε τη σημασία που είχε: ο ηρακλειώτικος κόλπος μπορούσε να προστατευθεί από τα καράβια της. Γι αυτό και εγκαταλείφθηκε. Όσο όμως εξασθενούσε η δύναμη της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στην ανατολική Μεσόγειο από την παρουσία των Οθωμανών, τόσο γινόταν επιτακτική η ανάγκη αναστήλωσής του. Με την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης των νέων τειχών του Χάνδακα, ήταν εμφανές ότι ο δυτικός προμαχώνας (του Αγίου Ανδρέα) δεν μπορούσε να αποτρέψει αποτελεσματικά την διείσδυση των πλοίων στον κόλπο του Φρασκιά. Μόνο ένα ισχυρό κάστρο στις βραχώδεις ακτές της Ροδιάς θα μπορούσε να προστατεύσει τους όρμους του κόλπου και να αποτρέψει την προσόρμιση εχθρικών πλοίων. Τότε θα παρθεί απόφαση όχι απλώς για αναστύλωση του φρουρίου, αλλά μάλλον για ανοικοδόμηση ενός νέου, πιο ισχυρού και πιο αποτελεσματικού φρουρίου, σύμφωνα με τα πρότυπα των νέων οχυρωματικών τεχνικών. Το σχέδιο εκπονήθηκε με τις οδηγίες του Βενετού αρχιστρατήγου Λατίνο Ορσίνι, ο οποίος κατά την αρχιστρατηγία του είχε προωθήσει πολλές οχυρωματικές βελτιώσεις τόσο στα τείχη του Χάνδακα, όσο και σε άλλα φρούρια (Γραμπούσα κ.λπ)




Το νέο φρούριο του Παλαιοκάστρου, εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ανοικοδόμησης και αποκατάστασης φρουρίων για την ενίσχυση της άμυνας των παράκτιων περιοχών του νησιού. Το νέο "Παλαιόκαστρο" χτίστηκε τα χρόνια 1573-95. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο το φρούριο αποκτούσε τριγωνική μορφή, υπακούοντας τις ιδιαιτερότητες της χάραξης του βράχου. Παράλληλα το τείχος προς την θάλασσα ανυψώνεται σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με τις άλλες πλευρές προκειμένου να "εξομαλυνθεί" η απότομη κλίση του βράχου. Παρά την προσπάθεια αυτή, κρίνεται σκόπιμο να δημιουργηθούν τρεις ανισόπεδες "πλατείες" (piazze) προκειμένου το φρούριο να αποκτήσει επίπεδους χώρους. Με αυτές τις δύο παρεμβάσεις αντιμετωπίστηκε ολοκληρωτικά η έντονη κλίση της επιφάνειας του φρουρίου. Στο σχέδιο που ζωγράφισε ο Φ. Μπαζιλικάτα γύρω στο 1630, αποδόθηκαν με αρκετή πιστότητα τα τρία επίπεδα του κάστρου μαζί με όλα τα κτίρια που κάλυπταν τις ανάγκες ενός τόσο σημαντικού φρουρίου. Η είσοδος ήταν από το νότο. Η πρόσβαση προς την είσοδο γινόταν με πολύ ψηλά σκαλοπάτια που είχαν χαραχθεί πάνω στον βράχο. Η καμαρωτή πύλη (2Χ5 μέτρα) οδηγούσε στην κατώτερη πλατεία, η οποία χωριζόταν διαγώνια σε δύο τμήματα από μια σειρά μικρών δωματίων. Σε ένα από αυτά τα οξυκόρυφα δωμάτια, το οποίο διατηρήθηκε σε σχετικά καλή κατάσταση στεγάστηκε η σημερινή εκκλησούλα του Παλαιοκάστρου. Στο βόρειο τμήμα του κατώτερου επιπέδου (στη βόρεια πλευρά) χτίστηκε ευρύχωρο κτίριο με συμπαγείς και ισχυρούς τοίχους. Προφανώς ήταν οι αποθήκες των πυρομαχικών, αν και είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα τοποθετούσαν τις πυριτιδαποθήκες στην βόρειο-ανατολική γωνία του φρουρίου, δηλαδή στο πιο ευπρόσβλητο σημείο για τα εχθρικά πλοία που εισέδυαν στον κόλπο του Φρασκιά. 



Σε επαφή με αυτό το κτίριο (ΒΔ του τμήματος της κατώτερης πλατείας) χτίστηκε η υδατοδεξαμενή με την πυραμοειδή βάση, η οποία χρησίμευε επίσης και ως ανάλημμα για τη στήριξη του ανώτερου (μεσαίου) επιπέδου. Διάφορα δωμάτια υπήρχαν και τον νότιο τοίχο της κατώτερης πλατείας, ενώ στην πλευρά προς τη θάλασσα (ανατολική) ανοίγονταν οι πηνιόσχημες επάλξεις του. Μια λίθινη σκάλα που βρισκόταν στη νότιο-δυτική γωνία της κάτω πλατείας, αμέσως μετά το τέλος της στοάς της εισόδου του φρουρίου, οδηγούσε στο δεύτερο επίπεδο (μέση πλατεία). Στο σχέδιο του Μπαζιλικάτα είναι εμφανές ότι σε αυτό το επίπεδο χτίστηκε μια σειρά δωματίων που ενδεχομένως χρησιμοποιούνταν σαν στρατώνες. Το σχέδιο δίνει την αίσθηση ότι το επίπεδο αυτό είχε κλίση από τα βόρεια προς τα νότια. Πιθανώς η κλίση της μεσαίας πλατείας λειτουργούσε ως "γέφυρα" ανάμεσα στο κάτω και στο άνω επίπεδο. Το διαφορετικό μέγεθος των δωματίων μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: ή το συμβατικό σχέδιο προσπαθεί να τονίσει το κεκλιμένο επίπεδο που είχαν χτιστεί τα ισομεγέθη δωμάτια, ή το μέγεθος αυτών των δωματίων αύξανε όσο προχωράμε προς τα βόρεια. Το μονοπάτι πίσω από τους "στρατώνες" του μεσαίου επιπέδου οδηγούσε στην εκκλησούλα του φρουρίου η οποία βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία του ανωτέρου επιπέδου. Στο υψηλότερο σημείο του βράχου (ανατολικά του φρουρίου) βρισκόταν η μια (ίσως η σημαντικότερη) κυκλική σκοπιά. Η δεύτερη βρισκόταν στην ΒΑ γωνία του κατώτερου επιπέδου. 





Τα τείχη του φρουρίου ήταν κεκλιμένα προς τα μέσα, υπακούοντας στις επιταγές της νέας οχυρωματικής τέχνης της εποχής. Η τοιχοποιία ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζει για την επιμέλεια της στο χτίσιμο των γωνιών του κατώτερου επιπέδου καθώς και των "διπλώσεων" της ανατολικής και της νότιας πλευράς (πλευρά όπου και η είσοδος). Σε πολλά σημεία της περιμέτρου του κάτω επιπέδου διασώζεται το cordone ("Είδος διαζώματος, σειρά λίθων που προεξείχαν από την υπόλοιπη επιφάνεια του τείχους, έχοντας ημικυκλικά διαμορφωμένη την ορατή επιφάνειά τους (εκτός από μορφολογικό χαρακτηριστικό) χρησίμευε ακόμη για να εμποδίζει τους εχθρούς να τοποθετούν σκάλες στο τείχος όταν ήθελαν να αναρριχηθούν πάνω σε αυτό". Τζομπανάκη Χ. 1996, Χάνδακας σ. 161). Στη ΒΑ γωνία βρίσκονται τα ανάγλυφα του φτερωτού λέοντα του Αγίου Μάρκου και των εμβλημάτων αξιωματούχων της εποχής. Η κατασκευή του φρουρίου φαίνεται ότι υπήρξε πολυδάπανη. Ο Σπανάκης αναφέρει (Κρήτη Α΄, σελ. 430) ότι "εκτός από τις αγγαρείες των ντόπιων που χρησιμοποιήθηκαν στο έργο, στοίχισε στο κεντρικό ταμείο της Βενετίας πολλές χιλιάδες υπέρπυρα". Στην έκθεσή του ο Μπαζιλικάτα καταγράφει τα πολεμοφόδια του φρουρίου 15 περίπου χρόνια πριν την απόβαση των Οθωμανών στο νησί: κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων (κολουμπρίνες, σάγκροι, φαλκόνια) 7, και μπάλες (των αντίστοιχων όπλων) 592. Επιπλέον αναφέρει: "μπαρούτι λεπτό καλόγια μοσκέτα και αρκομπούζια 273, και μπαρούτι χοντρό καλό για το πυροβολικό 3438". Στην ίδια έκθεση και στο χωρίο της περιγραφής του κάστρου, ο Μπαζιλικάτα μας αποκαλύπτει την βασική στρατιωτική λειτουργία του φρουρίου: "η βολή των πυροβόλων που φτάνει μέχρι τον Αλμυρό το ακρωτήρι της παραλίας του Γιόφυρο και διασταυρώνεται επίσης με την βολή των κανονιών της πόλης του Χάνδακα, παρόλο που είναι μακριά. Το φρούριο αυτό είναι ικανό, με μέτρια δράση, να αντεπεξέλθει σε κάθε ενδεχόμενη επίθεση και να προστατέψει αποτελεσματικά πλοία, που θα μετέφεραν βοήθεια, γιατί εκεί υπάρχει καλό αγκυροβόλιο" (Όρμος Παλαιοκάστρου) (Σπανάκης Σ., 1969, Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας, τ. V., σελ. 110). Είναι εμφανές ότι το φρούριο ουσιαστικά λειτουργούσε ως μια προέκταση των οχυρώσεων της πόλης του Χάνδακα, για τον έλεγχο του κόλπου των Φρασκιών αλλά και ολόκληρου του ηρακλειώτικου κόλπου. Το φρούριο άντεξε μέχρι τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας του Χάνδακα



Δεξιά της παραλίας Παλαικάστρου διατηρείται μέχρι και σήμερα ενετική ασβεστοκάμινος που καταγράφεται σε πινάκα του Φ. Μπαζιλικάτα γύρω στο 1630. Πρόσφατα ξεκίνησαν διαδικασίες αναστήλωσης και ανάδειξης του μνημείου.



Η  περιπετειώδης άλωσή του από τους Οθωμανούς περιγράφεται πολύ παραστατικά από τον Μπουνιαλή (Μ. Τζάνε - Μπουνιαλή, Ο Κρητικός Πόλεμος (1645 - 1669), επιμ. Σ. Αλεξίου, Μ. Αποσκίτη, 1995, σελ. 295-7). Μπορούμε να φανταστούμε ότι κατά καιρούς θα έγιναν διάφορες προσπάθειες από τους Οθωμανούς για να πλήξουν το φρούριο τόσο από τη θάλασσα όσο και από τα βουνά της Ροδιάς. Η συμπεριφορά τους για την κατάληψη του φρουρίου όπως την περιγράφει ο Μπουνιαλής, αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο του στρατιωτικού ρόλου που είχε το φρούριο στην περιοχή. Οι Τούρκοι συνειδητοποιούν ότι χωρίς την πτώση του Παλαιόκαστρου δεν θα ήταν ποτέ ασφαλείς μέσα στον κόλπο του Ηρακλείου. Επιπλέον ο παράλιος εξοπλισμός της πόλης του Χάντακα, "διασταυρώνεται" όπως αναφέρει ο Μπασιλικάτα με τα πυρά του Παλιόκαστρου με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζει οποιαδήποτε προσέγγιση στη μεγάλη παραλία του Γιόφυρου (Αμμουδάρα). Γι αυτό το λόγο οι Τούρκοι μόλις εισέρχονται στον κόλπο πλήττουν ταυτόχρονα και τα δύο σημεία:
Δαμάκια εξεχωρίσανε και προς την χώρα μπαίνου,
εις τ' Αγιου Πέτρου το τειχιό λουμπάρδες αμολέρνου
και τ' άλλα στο Παλιόκαστρο επήγα και βαστούσι
σκάλες, για να τσι βάλουσι και απάνω ν' ανεβούσι.
Το Φρούριο περικυκλώθηκε από στεριά και θάλασσα, ενώ τα καράβια των Βενετών βρίσκονταν στη θάλασσα των Χανίων. Ο Μπουνιαλής αναφέρει ότι το κάστρο είχε εγκαταλειφθεί εγκαίρως από τους "προεστούς" και έτσι αυτοί που παραδόθηκαν στα χέρια των Οθωμανών ήταν οι δυτικοευρωπαίοι μισθοφόροι του, οι "Φράγκοι". Η παράδοση του Παλιόκαστρου ενθουσίασε τους Οθωμανούς, οι οποίοι μετά από αυτό το συμβάν πίστεψαν πραγματικά ότι ήρθε και η ώρα του Χάνδακα.
Εκάμασι πολλές χαρές εις τα παβιόνια πάνω
πως είναι το Παλιόκαστρο τούρκικο, στου Οτομάνο
τα χέρια, δεν έχουσι φόβο από κει να πηαίνου,
οι Φράγκοι να τους πιάνουσι, στο Κάστρο να τους φέρνου.
Το φρούριο θα πρέπει να υπέστη καταστροφές από τους Τούρκους, αν και παραδόθηκε, φοβούμενοι μήπως ξαναχρησιμοποιηθεί από τους εχθρούς. Μετά και από την πτώση του Χάνδακα, το κάστρο εγκαταλείφθηκε οριστικά. Σε διάφορα έγγραφα του Οθωμανικού Ιεροδικείου της Kandiye, όπου αναφέρονται στο χωριό και στην περιοχή της Ροδιάς, βρίσκουμε τοπωνύμια όπως "Μεγάλος Βράχος" και "Guvercinlik Kulesine" (Πύργος των περιστεριών), τα οποία ενδεχομένως να ταυτίζονται με το Παλιόκαστρο.
Το φρούριο μελετήθηκε για πρώτη φορά από τον G. Gerola, ο οποίος το φωτογράφησε και το σχεδίασε στις αρχές του 20ου αιώνα.

ΠΗΓΗ - ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Post Top Ad

.............