...ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΤΖΙΩΤΗΣ... ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ( μέρος 2ο ) - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

...ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΤΖΙΩΤΗΣ... ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ( μέρος 2ο )

Θυμάται ο Παναγιώτης Σαριτζιώτης.... από το χωριό Αμμουργέλες Ηρακλείου. 
(ετών 86 σήμερα   Μάρτιος  2014 μέρος 2ο)



ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ ΤΟΥ 1942

Οι Γερμανοί κατάλαβαν την Κρήτη το 1941. Το Μάιο η ζωή άρχισε να σκληραίνει. Αρπάζουν ότι βρίσκουν . Τους καρπούς από τα αλώνια , των ανθρώπων τα πρόβατα, βόδια, κατσίκες, ότι είναι φαγώσιμο. Έδερναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους του πρώτους μήνες για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Όταν ερχόταν Γερμανοί στο χωριό έφευγαν όλοι οι άντρες και κρυβόταν μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί.
Έτσι πέρασε το πρώτο καλοκαίρι. Μπαίνοντας ο χειμώνας οι Γερμανοί άρχισαν να μαλακώνουν λίγο. Αλλά η ζωή μας σκληραίνει περισσότερο. Αρχίζει η μάστιγα της πείνας. Δεν υπάρχει ψωμί. Δεν υπάρχει τίποτα. 
Μερικοί στο χωριό είχαν καρπό και δεν πείνασαν . Έσπερναν πολλά σπαρμένα , έβγαζαν για όλο το χρόνο ψωμί. Μερικοί όμως όπως ο πατέρας μου ήταν κτηνοτρόφοι και έσπερναν λίγα και δεν έφτανε το κριθάρι που έβγαζε να περάσουμε...
Είχε έξι παιδιά και δυο οι γονείς οκτώ στόματα. Πολύς κόσμος πείνασε τότε αλλά θα σου πω ορισμένα περιστατικά για την οικογένειά μου...
Εγώ ήμουν  13 χρονών , και τα αδέρφια μου πιο μικρά. Η Καλιώ 14, η Μαριώ 10, η Δέσποινα 8, ο Γιώργος 6, και η Χάιδω 3 χρονών. 
Για να θρέψει ο πατέρας μου την οικογένεια ήταν αδύνατον και πήγαινε μεροκάματο σε αυτούς που είχαν καρπό. Του έδιναν 300 δράμια κουκιά την ημέρα ή μια οκά αλεύρι κρίθινο.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες μας μέχρι που έφτασαν οι γιορτές των Χριστουγέννων. Μάζεψε ο πατέρας μου λίγο σταρένιο αλεύρι και μας έκαμε η μάνα μου Χριστόψωμα και φοινίκια την πρωτοχρονιά. Τα πιο μεγάλα παιδιά λέγαμε τα κάλαντα και μας έδιναν δεκάρες, σύκα, σταφίδες. 




Μπαίνοντας το 1942 δυσκόλεψε η ζωή περισσότερο. Βρέχει μέρα νύχτα και η πείνα γίνεται ανυπόφορη.
Όταν σταματούσε η βροχή η Καλιώ και εγώ πηγαίναμε στα χωράφια και βρίσκαμε χόρτα, τα έβραζε η μάνα μου και τα τρώγαμε χωρίς ψωμί γιατί δεν υπήρχε σε μας...
Μια μέρα πήγαμε πάλι με την Καλιώ για χόρτα αλλά άρχισε χιονόνερο και φύγαμε αμέσως. Περνώντας από της γιαγιάς μου της Χαδούλας, της μάνας μου της μάνας, μπήκαμε στο σπίτι της να πυρωθούμε. Κλαίγαμε από το κρύο και την πείνα. Η γιαγιά μου ζούσε μαζί με το γιο τξς το Δημητρό και τη γυναίκα του τη Νίκη. Τη μέρα είχαν μπουγάδα και έπλεναν πεθερά αυτή και νύφη.    
Η γιαγιά μου βλέποντάς μας να κλαίμε από το κρύο και την πείνα παρατά το πλύσιμο , ήρθε κοντά μας τρέχοντας τα μάτια της ποτάμι. Της λέμε γιαγιά πεινάμε...Μας έφερε λίγο ψωμί και ελιές . Συνήλθαμε αμέσως.
Συνεχίζοντας ο χειμώνας η ζωή γίνεται ακόμα ποιο δύσκολη.  Μια μέρα έβρεχε από πριν ξημερώσει  χωρίς διακοπή και βράδιασε χωρίς να βγούμε έξω και στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα να φάμε. Τα πιο μεγάλα παιδιά κάναμε υπομονή αλλά τα μικρά κλαίγανε συνέχεια.  Πήγαμε να κοιμηθούμε στον οντά το βράδυ όλοι μαζί στρωματσάδα . Όμως κλαίγανε τα μικρά, κλαίγαμε και εμείς οι ποιο μεγάλοι, κλαίγανε και οι γονείς μας που όλη μέρα κρατούσαν τα δάκρυά τους. Μια νύχτα απελπισίας, μια νύχτα τραγωδίας...Τα μικρά κοιμήθηκαν λίγο μετά, εμένα δεν με έπαιρνε ο ύπνος αλλά έκανα πως κοιμόμουν για να ηρεμήσουν λίγο οι γονείς μας. Η μάνα μου – Ειρήνη- όταν είδε πως ησυχάσαμε σηκώθηκε, πήγε μπροστά από την εικόνα της Αγίας Ειρήνης και λέει: “ Αγία μου Ειρήνη σώσε τα παιδιά μου γιατί θα πεθάνουν από την πείνα”...
Η βροχή μέχρι αυτή την ώρα συνεχιζόταν.  Περίπου τα μεσάνυχτα κόπασε η βροχή , κόπασε και ο άνεμος. Δεν κουνούσε φύλλο. Μια νύχτα με αστροφεγγιά. 
Μια στιγμή ακούσαμε να χτυπά η πόρτα. Μια γυναίκα φώναζε στη μάνα μου 
- Ειρήνη, Ειρήνη...
Σηκώθηκε η μάνα μου, άνοιξε και ήταν η Κοναμαλία , μια χωριανή μας. Κρατούσε μια τσάντα με αλεύρι σταρένιο.....
“-Πάρε αυτό το αλεύρι να ψήσεις κανένα μαλεμπί να φάνε τα παιδιά γιατί ο καιρός δεν ήταν καλός και δεν τα άφησε να βγουν έξω να βρούνε κάτι να φάτε..”.    Την άφησε και έφυγε...
Η Αγία Ειρήνη άκουσε τα κλάματά μας και την προσευχή της μάνας μου.
Αυτή σηκώθηκε, άναψε το τζάκι, έψησε μια τσουκαλιά μαλεμπί και φάγαμε.....




Ο Σαριτζίωτης Παναγώτης του Νικολάου και της Ειρήνης, γεννήθηκε και ζει στο χωριό Αμουργέλλες το 1927 από πρόσφυγες γονείς. Είναι ο μεγαλύτερος  από τα εφτά αδέρφια του. Είναι παντρεμένος με τη Μαρίκα και έχουν τρία παιδιά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Post Top Ad

.............